-
1 ανθρώπινος
η, ο [ίνη, ον]1) человеческий, относящийся к человеку;ανθρώπινο γένος — человеческий род;
2) человечный, гуманный -
2 γένος
τό1) род, происхождение; 2) род, племя;τό ανθρώπινο γένος — человеческий род, человечество;
З) национальность, нация;τό ελληνικόν γένος — греческая нация, греческий народ;
4) народ, люди;γένος των διδασκάλων — учителя;
γένος των δικηγόρων — адвокаты;
γένος των φιλοσόφων — философы;
5) порода (животных);6) род, разновидность; разряд;τα γένη διαιρούνται εις είδη — род делится на виды;
7) биол пол;8) грам, род;αρσενικό (θηλυκό, ουδέτερο) γένος — мужской (женский, средний) род;
§ εν γένει — вообще; — обычно
-
3 σώμα
τό1) тело; туловище; корпус (тж. машины);ανθρώπινο σώμα — человеческое тело;
σώμα πυραύλου — корпус ракеты;
σώμα μηχανής — корпус машины;
2) корпус (совокупность лиц); часть; служба;σώμα στρατού — армейский корпус;
διπλωματικό σώμα — дипломатический корпус;
πυροσβεστικό σώμα — пожарная команда;
σώμα αξιωματικών — офицерский корпус;
κύριον σώμα — главные силы;
τεχνικόν (φαρμακευτικόν) σώμα — техническая (фармацевтическая) служба;
3) телосложение;εύρωστο σώμα — крепкое телосложение;
4) экземпляр (книги);5) физ. тело; ουράνια σώματα небесные тела;αλλότριο σώμα — инородное тело;
§ σώμα προς σώμα — врукопашную;
ψυχή τε και σώματι душой и телом;σώμα του εγκλήματος юр. — состав преступления;
εν σώματι в полном составе -
4 ον
ον το1) существо, создание:ανθρώπινο ον το — человек;
2) сущееЭтим.дргр. от причастия ων –ουσα –ον < ειμί «быть»
См. также в других словарях:
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
ιστορία — Επιστήμη που εποπτεύει την πορεία των γεγονότων που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, συλλέγοντας και εξετάζοντας με κριτικό πνεύμα το σύνολο των πηγών. Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα… … Dictionary of Greek
βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
ανθρωποφαγία — Η συνήθεια ορισμένων φυλών να τρώνε ανθρώπινο κρέας. Λέγεται επίσης και κανιβαλισμός, από το όνομα που έδωσαν σε μια φυλή ανθρωποφάγων των νησιών της Καραϊβικής οι Ισπανοί κατακτητές τον 17ο αι. Τη συνήθεια της α. σε πρωτόγονους λαούς έχουν… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
ενδοσκόπηση — Η άμεση παρατήρηση του εσωτερικού ενός κοίλου οργάνου σε κάποιο ζωντανό οργανισμό ή κάποιου μέρους στο εσωτερικό ενός μηχανήματος, που είναι απρόσιτο στο ανθρώπινο μάτι. Η σύγχρονη μέθοδος άμεσης παρατήρησης και φωτογράφησης αντικειμένων που… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… … Dictionary of Greek